- κατέδευεν
- καταδέω 2lackimperf ind act 3rd sg (aeolic)καταδεύωwet throughimperf ind act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλαδώ — άω, ΜΑ 1. (ιδίως για τη σάρκα) είμαι πλαδαρός, μαλακός, χαλαρός 2. σήπομαι, μουχλιάζω αρχ. 1. (αμτβ. τ. παρατ.) ἐπλάδα (κατά τον Ησύχ.) «κατέδευεν» 2. μτφ. (για τον νου) είμαι ή γίνομαι αδρανής, χαύνος, ναρκώνομαι διανοητικά 3. φρ. «πλαδᾱν τὸν… … Dictionary of Greek